Saturday, July 13, 2013

Interviu cu Margarita Karapanou


Ο Αγγελος Τιμωρός της Μαργαρίτας Καραπάνου



Υδρα, υπό καύσωνα, Αύγουστο του 1987, με την ευκαιρία της έκδοσης στα γαλλικά του βιβλίου της, Ο Υπνοβάτης
Ανεξάρτητος δημοσιογράφος, τότε, στον γαλλικό Τύπο, κατενθουσιασμένος από τον λογοτεχνικό μετεωρίτη τού πρόσφατα μεταφρασμένου στα γαλλικά Υπνοβάτη και αποφασισμένος να γνωρίσω και από κοντά τη Μαργαρίτα Καραπάνου, βρέθηκα στην υδραίικη κατοικία της, ειδικός απεσταλμένος του εβδομαδιαίου περιοδικού Revolution, ένα απόγευμα, να συζητάμε, παρέα και με τη μητέρα της, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, για τον Αγγελο Τιμωρό, τον Θεό, το τέλος του Κόσμου, το στυλ, τον Στέφεν Κινγκ, την ελληνική υστερία, τη μαγεία των νησιών, το φανταστικό, τη μεταφυσική και τις ρωγμές της πραγματικότητας...
Υπάρχουν φιλίες μοναδικές που ποτέ δεν πεθαίνουν· γεια σου Μαργαρίτα και καλό σου ταξίδι.
ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ: Μια γυναίκα, η Ανεζούλα, που 'σπασε το πόδι της, ένα αβάφτιστο παιδί, οι τρεις αδελφές, το γουρουνάκι, όλες αυτές οι ιστορίες-θρύλοι του Υπνοβάτη που μοιάζουν με μουσικό διάλειμμα τρόμου, προσπαθούν να καταγράψουν έναν χώρο τυπικά ελληνικό ή όχι;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ: Οχι, δεν καταγράφουν οι σκηνές τρόμου στον Υπνοβάτη έναν τυπικά ελληνικό χώρο. Το φολκλόρ το αποφεύγω όπως ο Διάολος το λιβάνι. Απλώς ο ελληνικός χώρος έχει μιαν υστερία ιδιαίτερη, να πούμε στα νησιά, η οποία υστερία πήγαινε πολύ για μένα σαν ένα φόντο για την κύρια ιστορία έτσι που εκτυλισσόταν.
Κ.Δ.: Δεν είναι δηλαδή το πρώτο ενδιαφέρον;
Μ.Κ.: Είναι, είναι...
Κ.Δ.: Γιατί σε αυτό το σημείο ο Υπνοβάτης μοιάζει πολύ με το Η Κασσάνδρα και ο Λύκος...
Μ.Κ.: Εγώ δεν γράφω ποτέ με το να λέω ότι αυτό είναι το πρώτο πρόσωπο, το άλλο είναι πιο πίσω κ.λπ... Τα γράφω όλα μαζί και ύστερα τα πρόσωπα παίρνουν μόνα τους τη θέση τους. Αυτοί όμως όλοι οι Ελληνες είναι σαν ένα background υστερίας, το οποίο μου αρέσει φοβερά! Γιατί κι αυτοί είναι ένα exces (υπερβολή), όπως και οι ξένοι είναι ένα exces, έτσι και οι ντόπιοι μπαίνουν σε αυτό το φοβερό πράγμα... Το να πηγαίνεις να σου κάνουν μασάζ και να σου διηγούνται παραμύθι με γουρουνάκια και μαύρες μαγείες είναι μια υστερία... Αυτό που καθορίζει όλο το βιβλίο είναι μια μαγική υστερία, αλλά όχι πια με την έννοια την ελληνική. Είναι, ας πούμε, όλα πια τεντωμένα σαν ένα βιολί που ανεβαίνει, ανεβαίνει κρεσέντο, ώσπου στο τέλος φτάνει σε ένα είδος κλιμάκωσης, σε μιαν έκρηξη...
Κ.Δ.: Η κλινική σχεδόν περιγραφή που στο Η Κασσάνδρα και ο Λύκος βρισκόταν στην παιδική ηλικία, τώρα έφτασε πια σε μιαν ωριμότητα. Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν και στον Υπνοβάτη ως προς το background της υστερίας;
Μ.Κ.: Είναι δύο background διαφορετικά... Στο Η Κασσάνδρα και ο Λύκος είναι ένα background αστικό. Στον Υπνοβάτη υπάρχει αυτή η υστερία των ελληνικών νησιών, όπου οι γυναίκες ακόμα ασχολούνται, όχι, ξέρω εγώ, με τη μαγεία, αλλά είναι πάρα πολύ κοντά σε μια πρωτόγονη σχέση με το θείο... Οχι μόνο με τη μαύρη μαγεία ή με τον Θεό, αλλά με το θείο, που είναι μια λέξη πάρα πολύ περίεργη, γιατί είναι και το Καλό, αλλά και ο Διάολος...
Σε αυτό το σημείο, παράκληση της Μ.Κ. να μην αναφερθεί το όνομα του νησιού -η Υδρα- «Γιατί το βιβλίο πάει τότε, χάθηκε... Πρόκειται για ένα νησί που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Πάτμος, αλλά όχι, βέβαια, η Σύρος, η Σάμος...».
Κ.Δ.: Για τον Υπνοβάτη θα μπορούσε κανείς να αναφέρει την τεχνική τού «βιβλίο μέσα στο βιβλίο», που μου άρεσε πολύ, καίτοι την έχουν χρησιμοποιήσει κατά κόρον...
Μ.Κ.: Εμένα δεν μου αρέσει και τόσο πολύ...
Κ.Δ.: Εννοούσα σε σύγκριση με τη γενικότερη ελληνική λογοτεχνία, που δεν φαίνεται και τόσο ξένη αυτή η πτυχή και που βγαίνει πολύ καλά στη γραφή σας...
Μ.Κ.: Μου βγήκε σχεδόν κατά λάθος, σχεδόν τυχαία... Δεν το 'κανα προγραμματισμένα, όπως άλλοι... Δεν ήταν ο κύριος στόχος μου, και γι' αυτό βγαίνει πολύ ωραία με το βιβλίο. Το βιβλίο το 'γραψα εγώ και η Λούκα είμαι - είναι αρκετά εγώ... Θυμάμαι πώς πέρασα έναν χειμώνα εδώ στο νησί για να γράψω τον Υπνοβάτη, και ήταν ένας χειμώνας εφιαλτικός, όπου δεν μπορούσα να γράψω κι έγραφα πολύ δύσκολα κι έτσι μου μπήκε αυτή η ιδέα, αλλιώς δεν ήταν βαλτή, δεν είναι litterature (λογοτεχνία)...


Κ.Δ.: Και γινόταν συνειδητό το πέρασμα από το je (εγώ) στο elle (αυτή) της αφηγήτριας, στο μυαλό της συγγραφέως;
Μ.Κ.: Κοίτα, η Λούκα είναι ένα πρόσωπο που δεν είναι - είμαι εγώ, όπως είναι η Κασσάνδρα. Το μόνο όνομα που 'χω πάρει είναι της σκύλας Αλάνα, κι επιπλέον ότι γράφει βιβλίο. Η Λούκα είναι ένα πρόσωπο λιγότερο σημαντικό για μένα... Εγώ έχω ταυτιστεί, αν θες, με τον Μαρκ. Εγώ έγινα ένα με αυτόν. Και αυτό φαίνεται στο βιβλίο. Είναι ο πιο ωραίος ήρωας μέσα στο βιβλίο...
Κ.Δ.: Γιατί είναι και ο μάρτυρας της εξέλιξης του νησιού...
Μ.Κ.: Μεταξύ άλλων, ναι... Με τη Λούκα ταυτίστηκα λιγότερο μαζί της...
Κ.Δ.: Τον αναγνώστη όμως τον ενδιαφέρει πολύ να μάθει ότι αυτός που γράφει έχει ορισμένες δυσκολίες στο γράψιμο...
Μ.Κ.: Για να φτάσεις να γράψεις στυλ, όχι αυτό που λέμε στην Ελλάδα στυλ, γιατί το στυλ για μένα δεν είναι να κάνεις ωραίες φράσεις, είναι το να φτάσεις να πεις ακριβώς αυτό που θες να πεις με όσο πιο μεγάλη οικονομία, όχι όμως επίτηδες, δηλαδή να καθήσεις και να γράφεις μικρές φράσεις και τέτοια... Οσο πιο πολύ με φτωχά μέσα, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, να πεις πολύ πλούσια πράγματα με σχεδόν φτωχά μέσα... Κι εκεί δουλεύεις ακατάπαυστα, μια σελίδα μπορεί να τη δουλέψεις και αυτή γίνεται χίλιες σελίδες και απ' αυτές να κρατήσεις μία... Εκεί είναι η μεγάλη δουλειά... Η έμπνευση είναι εύκολη, αν βέβαια έχεις ταλέντο... Γράφεις μία, δέκα σελίδες και πάνω σε αυτές αρχίζεις μετά να δουλεύεις πραγματικά... Η φοβερή πάλη που γίνεται, όπως ο γλύπτης σμιλεύει το κεφάλι, όπως ο Τζιακομέτι που 20 χρόνια το μίκραινε, το μίκραινε... Αυτή είναι νομίζω η πιο μεγάλη τεχνική δυσκολία για έναν καλό συγγραφέα και όχι αυτά που σου λένε περί συνθέσεως κ.λπ. κ.λπ... Η σύνθεση, αν δουλεύεις όπως σου λέω εγώ, τα πράγματα, μετά, κολλάνε σαν από μόνα τους... Είναι σαν ένα σώμα που του 'χεις κάνει εγχείρηση και ύστερα αρχίζουν και του κολλάνε τα κόκαλα... Μια οργανική ανάπλαση του υλικού, πράγμα αρκετά δύσκολο...
Κ.Δ.: Από πόσες γραφές περάσατε μέχρι το τελικό κείμενο;
Μ.Κ.: Ηταν μια τρέλα! Οι περίπου 150 σελίδες του ελληνικού κειμένου και οι περίπου 200 του γαλλικού βγήκαν από περίπου 5.000 σελίδες, βάλε 5 με 6 χρόνια δουλειά...
Κ.Δ.: Η πρώτη ιδέα ποια ήταν, πώς ήρθε;
Μ.Κ.: Πρώτη μου ιδέα; Σκέφτηκα μια μέρα πως αν ο Θεός έστελνε έναν Χριστό κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση, θα ήταν σήμερα ένας φονιάς... Η γνώμη μου είναι ότι πάμε προς ένα τέλος, ίσως είναι κιόλας πολύ καλό, και ότι ένα τέλος σημαίνει και μιαν αρχή... Εγώ όμως λέγω ότι, ίσως, αυτό το τέλος που ζούμε, ίσως, κρατήσει πολύ, 50 χρόνια, ξέρω γω... Κι έρχεται, ας πούμε, ένας Χριστός, decadent (παρακμιακός), και διπλού φύλου, ένας Χριστός σαν τον άνθρωπο πια...
Κ.Δ.: Που τον στέλνει όμως ο Θεός για να σώσει τον κόσμο από κάποιο κατρακύλισμα κι επικείμενο τέλος;
Μ.Κ.: Οχι, δεν το πιστεύω. Είναι πολύ πιο μυστήριοι οι λόγοι που τον στέλνει ο Θεός, τον βλέπουν ολίγον μεν ειρωνικό, αλλά και με φόβο. Βλέπω έναν Θεό που είναι πάρα πολύ πια κουρασμένος από μας κι έχει απηυδήσει και σου λέει: «Κάτσε να τους θυμίσω εγώ τι είναι η μεταφυσική»...
Κ.Δ.: Κουρασμένος με τους Ελληνες;
Μ.Κ.: ...Οχι...
Κ.Δ.: Η επιλογή του Νησιού ως αφετηρία πού οφείλεται;
Μ.Κ.: Ο μόνος λόγος για τον οποίο διάλεξα αυτό τον χώρο, το Νησί, είναι ότι η Ελλάδα είναι ένας χώρος μαγικός από την αρχαιότητα και όπου κάλλιστα ένας νέος Χριστός θα μπορούσε να εμφανιστεί, όπως π.χ. στο Ισραήλ... Ζούμε και περνάμε από έναν χώρο, πιστεύω, πολύ πιο μαγικό απ' ό,τι οι Γάλλοι ή οι Αμερικανοί... Αν κι εκεί βέβαια υπάρχουν χώροι μαγικοί, όπως π.χ. το βασίλειο των Ινκας...
Κ.Δ.: Η κινηματογραφική ροή της ιστορίας με την εντυπωσιακή σκηνή του καρναβαλιού θυμίζει πολύ αστυνομικές ταινίες σασπένς, του στυλ «Chinatown» του Ρ. Πολάνσκι ή τη «Χρονιά του Δράκου» του Τσιμίνο. Σε ποιο βαθμό επηρεάζει ο κινηματογράφος τη δομή του μυθιστορήματος;
Μ.Κ.: Ολο το βιβλίο είναι κινηματογραφικό. Εκτός από τις περιγραφές, έχω πάθος με το σινεμά, πηγαίνω συχνά, είμαι λάτρης του σινεμά... Κι έχει παίξει ρόλο στη σκέψη και στη γραφή μου...
Κ.Δ.: Οι συγγραφείς που σας επηρέασαν;
Μ.Κ.: Οι Αμερικανοί... Εχω λατρεία στον Φόκνερ, στον Μάλκομ Λόουρι και στους γάλλους συγγραφείς. Ο Γκιστάβ Φλομπέρ είναι για μένα ένα μάθημα γραφής που διαβάζω κάθε δύο χρόνια, την «Εμμα Μποβαρύ», που πέραν τούτου παρουσιάζει κι ένα άλλο ενδιαφέρον, σαν κι αυτό της σειράς Βίπερ «Νόρα Αρλεκιν» κι όπου, ενώ ξέρω τι θα γίνει, παρ' όλο αυτά, το διαβάζω με μεγάλη αγωνία...
Κ.Δ.: Πώς επετεύχθη η παρουσία πολλαπλών στυλ; Είναι εσκεμμένη; Αλλα κεφάλαια βρίθουν περιγραφών κι άλλα είναι πολύ σύντομα...
Μ.Κ.: Εσκεμμένα, όχι, όλα μαζί από πριν. Για το κάθε κεφάλαιο έλεγα: αυτό θα πρέπει να είναι μπαρόκ, εκείνο θα πρέπει να είναι κιτς, το άλλο λυρικό... Ηταν πάρα πολύ εσκεμμένο. Για τη σκηνή του καρναβαλιού που αναφέραμε προηγουμένως, έπρεπε να είναι κιτς, τόσο μάλιστα κιτς που να λες, δεν είναι δυνατόν να 'ναι χτίστες που να 'ναι ντυμένοι όλοι γυναίκες... Αλλά κι αυτό το κεφάλαιο, ενώ, ας πούμε, γελάς μέχρι το τέλος, ξαφνικά, στη σκηνή της συνάντησης Μανόλη και Μαρκ, αλλάξει ξαφνικά απολύτως το στυλ και γίνεται από στεγνό και κουρασμένο κάτι άγριο... Ολο το βιβλίο είναι δουλεμένο με αυτό τον τρόπο...
Κ.Δ.: Για να γυρίσουμε στον Φόκνερ και τις επιδράσεις του, το δικό σας γράφτηκε πολύ «ελευθέρια» σε σχέση με την αιδώ των ηρώων τού Φόκνερ...
Μ.Κ.: Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει ένας συγγραφέας που να με έχει επηρεάσει άμεσα...
Κ.Δ.: Διαβάσματα όμως, ίσως...
Μ.Κ.: Διαβάσματα όμως, ίσως πολλά... Γίνονται ένα μείγμα μέσα σου, αν και πολλοί μου λένε: «αυτός κι εκείνος σε έχουν επηρεάσει...». Εγώ η ίδια δεν μπορώ να πω ότι αυτός ή κι εκείνος ή κι ο τάδε... Αλλά οπωσδήποτε με τα διαβάσματά μου έχει γίνει κάποιο ασυνείδητο μείγμα στυλ συγγραφέων που βγαίνει στο γράψιμό μου...
Κ.Δ.: Δηλαδή την ώρα που γράφετε, δεν λέτε αυτό κι εκείνο κάποιος ήδη το 'χει γράψει...
Μ.Κ.: Μα αν το 'κανα αυτό δεν θα 'γραφα καθόλου...
Κ.Δ.: Ανόητη ερώτηση, συγγνώμη...
Μ.Κ.: Μη ζητάτε συγγνώμη! Πολλοί, και στην Ελλάδα, έτσι γράφουν...
Κ.Δ.: Ας έρθουμε στη σκηνή της καμπίνας: μια γυναίκα τηλεφωνεί από έναν θάλαμο για να αναγγείλει τον θάνατο κάποιου, αλλά τελικά γυρεύει πώς να πάρει πίσω τα κέρματα... Οι δύο αντίθετες όψεις μίας και μόνον ασπρόμαυρης πραγματικότητας...
Μ.Κ.: Η σκηνή αυτή είναι συνδεδεμένη με το γεγονός ότι η Λούκα πάει να ψάξει χαρτιά για να γράψει και δεν βρίσκει αυτό που θέλει κι έτσι παίρνει κάτι άλλο... Κι έτσι πια αρχίζει μια αποτελμάτωση, αισθάνεται κάποιο τέλος και της έρχεται κάτι το inquietant (ανησυχητικό) κι έτσι έρχεται στη μνήμη της αυτή η εικόνα...
Κ.Δ.: Φανταστική η εικόνα;
Μ.Κ.: Ναι...
Κ.Δ.: Εμένα μου φάνηκε εντελώς πραγματική...
Μ.Κ.: Εγώ σκέφτηκα έτσι: ποια θα 'ταν η πιο φοβερή εικόνα για μένα μπαίνοντας στο νοσοκομείο; Το πιο inquietant; Εχω δει όνειρα που μοιάζουν με κάτι τέτοια...
Κ.Δ.: Εγώ λέω μήπως είναι phantasme de l' interdit (φαντασίωση του Απαγορευμένου); Ο Αλλος δεν θέλει να δει κάτι τέτοιο...
Μ.Κ.: Εχω δει κάτι τέτοια ανάλογα όνειρα... Κάποιος κλαίει, κι εκεί που κλαίει, βγάζει από την τσέπη του ένα σάντουιτς και τρώει. Ο τρόμος ο απόλυτος για μένα είναι μια πολύ γρήγορη αλλαγή σε μια κατάσταση... Δηλαδή εσύ κάθεσαι και συζητάμε κι εκεί που μιλάς, βγάζεις ένα μαχαίρι να με σκοτώσεις...
Κ.Δ.: Αλλαγή προς το μαύρο;
Μ.Κ.: Πάντα προς το μαύρο... Εγώ είμαι λάτρης της λογοτεχνίας των horror books ...τους έχω ένα πάθος! Τον Στέφεν Κινγκ τον θεωρώ πάρα πολύ μεγάλο συγγραφέα... Τώρα που το σκέφτομαι, ναι, ο Στέφεν Κινγκ με έχει επηρεάσει, όχι στο γράψιμο, αφού το δικό του είναι πάρα πολύ αντίθετο προς το δικό μου, αλλά στο σημείο τού πώς φτάνει κανείς στον απόλυτο τρόμο, χωρίς να τρελαίνεται ο ίδιος ή οι άνθρωποι που να τον περιβάλλουν; Τον θεωρούσαν κάπως δεύτερο συγγραφέα, αλλά σε λίγα χρόνια θα θεωρείται τοπ και θα του έχουν ως λογοτέχνη άλλην εκτίμηση...
Κ.Δ.: Πώς να γράψεις πώς αισθάνεται κανείς; Εδώ δεν ξέρουμε καλά τι αισθανόμαστε στην πραγματική ζωή... Τι αισθάνεται κανείς όταν γράφει, ιδιαίτερα σ' ένα νησί; Ο Ζακ Λακαριέρ έλεγε ότι στην Πάτμο δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, πόσω μάλλον εσείς που ζείτε έχοντας γίνει ένα με το νησί;
Μ.Κ.: Δεν ξέρω πότε ήταν ο Ζακ Λακαριέρ στο νησί της Πάτμου... Αν ήταν καλοκαίρι, είναι εντελώς διαφορετικά από τον χειμώνα... Εναν ολόκληρο χειμώνα πέρασα εγώ στο νησί... Από παράδεισος το καλοκαίρι, τον χειμώνα μετατρέπεται όχι σε κόλαση, αλλά σ' ένα μέρος όπου οι άνθρωποι τρελαίνονται! Είναι κάτι πολύ περίεργο! Σαν να το 'χει αγγίξει χέρι Θεού ή Διαβόλου και τον χειμώνα γίνεται ένα evil μέρος... Είναι σκοτάδι, και όπως είναι και στα βόρεια, σκοτεινιάζει από τις τρεις... Τα καφενεία είναι κλειστά. Πας λοιπόν σε άλλα σπίτια να βρεις άλλους δυστυχισμένους κι εκεί λες: Μα, τι κάνω εγώ εδώ;
[...]

Μ.Κ.: Εγώ με τη μαγευτική θέα γύρω μου μπορώ να γράψω, γιατί ξέρω ότι είναι εκεί και ότι όποτε θέλω μπορώ να πάω και να την απολαύσω αυτή την ομορφιά... Ενώ, αντιθέτως, δεν μπορώ καθόλου να γράψω σε μέρη άσχημα... Το μισό βιβλίο γράφτηκε εδώ, το άλλο μισό στην Αθήνα, ο σπόρος όμως είναι εδώ. Γιατί τότε που είχα ζήσει εδώ πέρα τον χειμώνα, πώς να στο πω, αισθανόμουν όλα τα βάρη του νησιού, κι αυτό απέδωσα μέσα στο βιβλίο... Αν δεν είχα ποτέ ζήσει αυτούς τους μήνες εδώ, ποτέ δεν θα μπορούσα να πιάσω αυτές τις δονήσεις. Τον χειμώνα δεν ξέρεις αν είναι καλές ή κακές... Είναι τόσο έντονες, που αυτές μπόρεσα και τις πήρα και τις ανέπτυξα... Οταν τις πήρα, μπόρεσα να πάω στην Αθήνα και να τις γράψω...
Κ.Δ.: Γιατί προτιμήσατε να βάλετε τον Μαρκ, έναν ζωγράφο, να παίξει βασικό ρόλο; Είναι τυχαία η επιλογή της ζωγραφικής;
Μ.Κ.: Οχι, καθόλου τυχαία... Ο Μαρκ βασίζεται σ' ένα πραγματικό πρόσωπο απ' όπου πήρα πάρα πολύ λίγα στοιχεία... Απλώς το πρόσωπο αυτών των ανθρώπων, με τις τόσες ρυτίδες, το τόσο γερασμένο, που ήταν σαν να ήταν χιλίων ετών. Και αυτός ο άνθρωπος αλήθεια είναι ότι ζούσε εδώ και τριάντα χρόνια... Κι αυτό το πράγμα με ενέπνευσε να κάνω τον ήρωά μου... Το πρόσωπο και τα χρόνια... Πρέπει να 'ναι εδώ από π.Χ. και να 'χει κάνει μετεμψύχωση...
Κ.Δ.: Από την άλλη μεριά, μόνον ο ζωγράφος μπορεί να μαρτυρήσει για την αλλαγή του χώρου...
Μ.Κ.: Ακριβώς...
Κ.Δ.: Και όχι ο συγγραφέας...
Μ.Κ.: Καθόλου. Και ο Μαρκ πιάνει, όχι μόνο την αλλαγή των χρωμάτων, αλλά κι αυτήν του χώρου, ο οποίος από καλός χώρος γίνεται κακός - evil χώρος (malefique), ένας χώρος που από παράδεισος μετατρέπεται σε διαβολικό, όπως ο Αδάμ και η Εύα... Ο Μαρκ για μένα είναι το αγαπημένο μου πρόσωπο (στο βιβλίο).
Κ.Δ.: Αν θέλαμε να κάνουμε μιαν ιεράρχηση των προσώπων από την άποψη πλοκής, ο Μαρκ παίζει έναν ρόλο...
Μ.Κ.: Ο Μανόλης είναι ο καταλύτης...
Κ.Δ.: Ο Αγγελος Τιμωρός... και το Νησί! Ολα εκτυλίσσονται γύρω του...
Μ.Κ.: Ο Μανόλης είναι λιγάκι absent (απών) από το βιβλίο επίτηδες, όπως και ο Χριστός, αν υπήρχε σήμερα, ή όποτε υπάρξει· αν κοιτάξετε τα Ευαγγέλια, ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο λίγο φευγάτο, σαν φάντασμα, εξού και ο τίτλος: Ο Υπνοβάτης, ένας άνθρωπος που περνάει από τη γη και φεύγει. Στο τέλος ο Μανόλης εξαφανίζεται, δεν τον βρίσκουμε πουθενά...
Κ.Δ.: Προφανώς πέφτει στο κενό...
Μ.Κ.: Oxι, καθόλου! Η μοίρα του είναι τελείως άγνωστη. Δεν ξέρουμε τίποτε, τι του συμβαίνει... Οι αστυνομικοί τον ψάχνουν, αισθάνονται την παρουσία του... Η λέξη παρουσία είναι θεϊκή, δεν τον βρίσκουν πουθενά. Ολοι οι άλλοι πεθαίνουν εκτός απ' αυτόν...
Παρ' όλο που ορισμένοι μου 'παν ότι ο Μανόλης δεν είναι πρόσωπο πολύ δουλεμένο, εγώ επιμένω ότι συνειδητά τον παρουσιάζω έτσι, Υπνοβάτη, προφητικό. Η παρουσία του είναι τόσο μεγάλη που δεν έχει καμιά ανάγκη να τον αναφέρεις. Οπως και ο Θεός, αν πιστεύεις, δεν έχεις καν ανάγκη να τον αναφέρεις ή να τον σκέφτεσαι καν...
Κ.Δ.: Ως αναγνώστης θα 'θελα να συμβαίνει περισσότερο σαν πλοκή...
Μ.Κ.: Κι άλλοι έτσι μου είπαν... Θα 'ταν όμως λάθος τεράστιο, αν το 'κανα αυτό, θα 'ταν ένα πάρα πολύ κακό βιβλίο! Θα γινόταν ένα Βίπερ Νόρα! Αν και μου αρέσουν τα Βίπερ Νόρα! Ο Μανόλης - καταλύτης είναι αυτό που όλοι βλέπουν σε αυτόν ότι είναι... Αν τον δούλευα περισσότερο, θα 'πρεπε να 'ναι θεϊκή παρουσία. Για το κάθε πρόσωπο αντιπροσωπεύει κάτι το ξεχωριστό...
Κ.Δ.: Μιλάμε για ένα αιωρούμενο Νησί όπου κατοικούν υπνοβάτες που 'χουν χάσει το σώμα τους; Το Νησί, όνειρο και οι κάτοικοί του, κομπάρσοι; Πρόκειται για ένα ανύπαρκτο Νησί;
Μ.Κ.: Είναι όλα αυτά μαζί. Είναι ένας χώρος όπου συμβαίνει μια Δεύτερη Παρουσία ενός Μεσσία. Υπαρκτό, ανύπαρκτο, μέσα στη φαντασία τού καθενός μας μια δεδομένη στιγμή, ακόμη και στο μυαλό αυτών που το κατοικούν...
Κ.Δ.: Ο Μαρκ έχει τα σώματα ζωγραφισμένα, αλλά ψάχνει να βρει τα κεφάλια, ενώ ο Μανόλης έχει τα κεφάλια, αλλά ψάχνει να βρει το σώμα του...
Μ.Κ.: Ο Μαρκ, από το πρώτο κεφάλαιο, αρχίζει να ζωγραφίζει ένα κεφάλι, του Μανόλη, και είναι ο μόνος που ξέρει, καταλαβαίνει πως είναι ο δεύτερος Χριστός, ένα πράγμα που δεν ξέρει όμως ούτε ο Μανόλης ο ίδιος...
Κ.Δ.: Είναι εσκεμμένο το ότι ο ένας ψάχνει κεφάλι και ο άλλος σώμα;
Μ.Κ.: Εσκεμμένο, ναι...
Κ.Δ.: Η αρχέγονη λογική του νησιώτη θέλει τον ξένο επισκέπτη πάντα φορέα μιας άλλης διαφορετικής ζωής, που συχνά απειλεί την ισορροπία της ύπαρξής του. Πίσω από τον παλαιό νόμο της φιλοξενίας, με το μοντέρνο πρόσωπό του, η απειλή παραμένει η ίδια, ο Αλλος που έρχεται από Αλλού και ό,τι συνεπάγεται απ' αυτή την κατάσταση...
Μ.Κ.: Ιδιαίτερα στα νησιά, όπου υπάρχει μια ξένη παροικία. Κόσμος που μένει εδώ, που δεν έχει καμία σχέση ή επαφή με τους ντόπιους, πολύ ελάχιστες επαφές. Μια τεράστια διαφορά κουλτούρας, ενδιαφερόντων, και άνθρωποι σχετικά περίεργοι, και με διαμάχες πού και πού... Μόλις συμβεί κάτι, π.χ. με τα γεγονότα της Κύπρου πήγαν και έβγαλαν τις αμερικανικές σημαίες από τα σπίτια των αμερικανών παροικούντων... Μόλις συμβεί μια κρίση, ο ντόπιος θα πάει να επιτεθεί στον ξένο. Τον θεωρεί σαν ξένο σώμα που θα πρέπει ξαφνικά να του επιτεθεί...
Κ.Δ.: Ο ίδιος ο ντόπιος έχει συνείδηση τούτου;
Μ.Κ.: Και βέβαια, αλλά δεν τον νοιάζει καθόλου... Ασε που είναι και ξένοι πολύ special... Μερικοί από αυτούς βλέπουν το νησί σαν έναν τελευταίο σταθμό πριν από τον θάνατο... Τώρα πια δεν υπάρχουν πολλοί τέτοιοι, άλλοτε όμως... Πραγματικοί misfits, desaxes, σαν τους ελέφαντες που κρύβονται πριν από τον θάνατο και μπορούν να ζήσουν τριάντα και πλέον χρόνια, και δεν θα ξαναφύγουν βέβαια ποτέ, και το ξέρουν αυτό. Ξέροντας μέσα τους ότι εδώ θα πεθάνουν, δεν έφυγαν... Δεν είναι όλοι έτσι, αλλά αυτό είναι το esprit (πνεύμα).
Κ.Δ.: Ο Αγγελος Τιμωρός αποφασίζει να θέσει ένα τέρμα στην αναρχία του νησιού... Δικαιούται ο αναγνώστης να ερμηνεύσει αυτή την ιδεολογική ή αισθητική θέση σαν λύση ενός κάποιου δράματος που παίζεται στην Ελλάδα;
Μ.Κ.: Ισως δεν έχει το δικαίωμα... Ο συγγραφέας όμως, ναι, μπορεί να το κάνει! Ο συγγραφέας αναρωτιέται «αναγνώστη, εγώ σε πείθω ότι μπορεί να γίνει... αν όμως δεν σε πείθω, τότε έχασα...». Η ζωή μας είναι ένα συνεχές παιχνίδι μεταξύ realite (πραγματικού) et metaphysique (μεταφυσικού)... δεν θα 'λεγα imaginaire (φανταστικού), γιατί δεν είναι αυτό... Αν εκεί που περπατάς στον δρόμο και καπνίζεις και δεις ένα φάντασμα, εγώ θα το βρω πολύ φυσικό, κάτι το extra-para-normal (έξτρα-υπερ-φυσικό). Θυμάμαι τώρα μια υπέροχη φράση του Χούλιο Κορτάσαρ: «Το φανταστικό βρίσκεται μέσα στη ζωή, στις ρωγμές της καθημερινής πραγματικότητας»... Ναι, ο Αγγελος Τιμωρός έχει κάτι το φασιστικό μέσα του... Και κάτι άλλο που του δίνει μιαν άλλη διάσταση: Ο Μανόλης σκοτώνει θύματα που πάνε γυρεύοντας. Δηλαδή τα θύματα, ασυνείδητα, σαν να θέλουν αυτόν τον θάνατο...
Κ.Δ.: Τον επιζητούν...
Μ.Κ.: Ολα αυτά τα πρόσωπα σαν να του λένε: «Ελα να με σκοτώσεις, εσύ να γίνεις ο Τιμωρός και να επαναπαυτούμε εν ειρήνη». Πολύ λεπτό παιχνίδι. Ο Μανόλης δεν πιστεύει τον καθένα...
Κ.Δ.: Τι τον εμποδίζει και δεν σκοτώνει τη Λούκα, τη συγγραφέα;
Μ.Κ.: Ο έρωτας, η αγάπη! Παραλίγο να τη σκοτώσει! Τη γλιτώνει φτηνά...
Κ.Δ.: Απεσταλμένος λοιπόν του Θεού;
Μ.Κ.: Ο άνθρωπος έχει χάσει πια κάθε ευαισθησία προς το Καλό και προς το Κακό... Δεν έχουμε πια morale (ηθική), καμία αίσθηση της διαφοράς. Πρέπει ίσως να 'ρθει κάτι για να μας σκοτώσει, για να ξυπνήσουμε πάλι σε μια καινούρια αίσθηση, όχι ηθικές αξίες -τη μισώ αυτή τη λέξη- να ξανασυνειδητοποιήσουμε τι θα πει άνθρωπος... Η ζωή έχει γίνει τόσο άκαρδη, κενή, σαν μια εκκλησία κενή, άδεια, κρύα, και ο άνθρωπος είναι πολύ κοντά σε αυτό τον δρόμο...
Κ.Δ.: Και ντόπιοι και ξένοι: άδειοι, αμοραλίστες;
Μ.Κ.: Η εκκλησία αυτή είναι άδεια, δεν υπάρχει πια η παρουσία του Θεού...
Κ.Δ.: Παρ' όλα αυτά δεν αποπνέει καμιά πεσιμιστική τάση ο Υπνοβάτης. Πού το αποδίδετε; Στο χιούμορ;
Μ.Κ.: Ναι, έχει πολύ χιούμορ...
Κ.Δ.: Black humor?
Μ.Κ.: Πάρα πολύ black... Αυτό που το σώζει, είναι η έκρηξη του τέλους, που λες ότι, δεν μπορεί, ύστερα από αυτό κάτι θα γίνει, μια καινούρια αρχή, μια κάθαρση που σου επιτρέπει να πάρεις ανάσα...
Αυτό που είναι βασικό στο βιβλίο, που σε κάνει να μην το πετάς -γιατί δεν το αντέχεις, τόσο μαύρο είναι- είναι ότι όλα τα πρόσωπα τα διατρέχει μια compassion (συμπόνια)· αυτό είναι το κουράγιο που δίνει το βιβλίο στον αναγνώστη να συνεχίσει...
Κ.Δ.: Κάποιος που έχει μιαν ισορροπία θα πειραχτεί, θα ταραχθεί... Κάποιος όμως που πλησιάζει προς την απαισιοδοξία δεν βλέπει στο βιβλίο παρά την επιβεβαίωση των όσων πιστεύει...
Μ.Κ.: Στα λέω πολύ μαύρα για την ανθρωπότητα, πεσιμίστρια όμως δεν είμαι καθόλου... Κι εγώ διαλύθηκα κάπως από το βιβλίο κι ακόμη δεν έχω συνέλθει...
Κ.Δ.: Το βιβλίο καταγράφει προφανώς τα πρώτα θύματα μιας επιδημίας που δεν ονοματίζεται... Η αναφορά στο AIDS προστέθηκε εκ των υστερών ή προβλέφθηκε πριν ακόμη εκδηλωθεί;
Μ.Κ.: Η αναφορά στο AIDS είναι εντελώς προφητική εκ μέρους μου...
Κ.Δ.: Μια τελευταία ερώτηση, πώς βλέπεις τους άλλους έλληνες συγγραφείς;
Μ.Κ.: Εκτός από μερικούς έλληνες συγγραφείς, δεν θα αναφέρω ονόματα, δεν υπάρχουν κορυφαία κείμενα ελλήνων λογοτεχνών. Είναι γεγονός, δεν μπορώ να πω ψέματα για να τους ευχαριστήσω...
Κ.Δ.: Κατά τη γνώμη σας, γιατί δεν υπάρχουν μεγάλα κείμενα;
Μ.Κ.: Ισως γιατί υπάρχει έλλειψη ταλέντων... Δεν διαβάζω έλληνες συγγραφείς καθόλου, εννοώ ποτέ... Ισως επειδή βαριέμαι να διαβάσω ελληνικά, ίσως επειδή από μικρή διάβαζα πάντα ξένα... Και δεν τους ξέρω καθόλου, αλήθεια... Εγώ έχω πάθος με τους Αμερικανούς, τον Jerome Charyn, τον John Updike τον έχω διαβάσει όλο και ξανά τον διαβάζω και ξανά, τον Philip Roth, τους διαβάζω με πάθος. Η ελληνική λογοτεχνία είναι ένα απόλυτα άγνωστο... Και Γάλλους διαβάζω πάρα πολύ... Και horror-stories-style Stephen King...
Κ.Δ.: Συνάντησες έλληνες ανώνυμους αναγνώστες σου;
Μ.Κ.: Ναι, και οι περισσότεροι ήταν ενθουσιώδεις... Ορισμένοι μάλιστα σε delire... κι άλλοι με την Κασσάνδρα και τον Λύκο...
Κ.Δ.: Η υποδοχή της κριτικής και του Τύπου;
Μ.Κ.: Νομίζω ότι δεν μίλησαν αρκετά για το βιβλίο... Και όσοι μίλησαν, ή το έκαναν όπως στο περιοδικό Τέταρτο, όπου μου παρατηρήθηκε ότι το τέλος δεν ήταν πάρα πολύ δυνατό, οι δε υπόλοιπες κριτικές, χλιαρές... Ενώ όφειλαν να γράψουν κριτική εκτεταμένη, είτε το αγάπησαν είτε το μίσησαν... Ο Υπνοβάτης πέρασε λιγάκι στο ντούκου...
Κ.Δ.: Το βιβλίο το κατάλαβαν; Θέλω να πω πώς το δέχτηκαν; Κι αν ληφθεί υπόψη ότι δεν έχει σχέση με την ελληνική πραγματικότητα;
Μ.Κ.: Η δουλειά του κριτικού είναι να κατανοήσει αυτό για το οποίο γράφει! Υπάρχει μια μεγάλη ζήλια, μέχρι τρέλας, γι' αυτούς που πετυχαίνουν έξω και κάνουν καριέρα! Ετσι προσπαθούν να τους αγνοούν... Οταν γίνουν σταρ και γυρίσουν στην πατρίδα, τους προσκυνούν και τους αναγνωρίζουν... Ils font semblant que ca ne se passe pas, une tendance tres psychotique chez le grecs... (Κάνουν σαν να μην τρέχει τίποτα, ψυχωσική τάση των Ελλήνων)... Βλέπει φωτιά και λέει «Φωτιά, πέρα βρέχει!» σαν να μην έγινε...*

Sursă: Enet.gr

No comments:

Post a Comment